3 Φεβ 2011

Μια ιστορία από το Μεσαίωνα

Κάποιο πρωινό του 1437 στο Στρασβούργο ένα ζευγάρι αποφάσισε να λύσει τις διαφορές του στις δικαστικές αίθουσες, ενώπιον της Θέμιδος και των σεβαστών εκπροσώπων της. Η απόφαση μάς είναι άγνωστη: ενδεχομένως ο γάμος να πραγματοποιήθηκε, ενδεχομένως όχι. Όποια κι αν ήταν πάντως η ετυμηγορία, ο επίδοξος φυγάς έμεινε απένταρος και, για να πληρώσει τα πολλά δικαστικά έξοδα, αναγκάστηκε να ανοίξει μια μικρή και ελάχιστα προσοδοφόρα επιχείρηση, πουλώντας καθρεφτάκια σε προσκυνητές που πήγαιναν στο Μάιντζ. Η επιχείρηση αυτή έκλεισε γρήγορα και ο εμπνευστής της κατέληξε στο δρόμο, μια κατάσταση όχι και τόσο άγνωστη γι' αυτόν, μιας και είχε ήδη στο ενεργητικό του δύο χρεωκοπίες. 
Πνεύμα ανήσυχο αλλά κυρίως.. πεινασμένο, ο Γιόχαν (αυτό ήταν το όνομά του) αναζητούσε συνεχώς τρόπους να πλουτίσει. Οι εμπειρίες του, η εφευρετικότητά του και ένα αξιοζήλευτο ποσό που έλαβε ως δάνειο δημιούργησαν τις συνθήκες που απαιτούνταν για να θέσει σε εφαρμογή μια ιδέα που είχε εδώ και καιρό στο μυαλό του. Κατάφερε έτσι να εφεύρει κάτι πολύτιμο, που βρήκε αμέσως ανταπόκριση . Χάρη στο Γιόχαν, οι άνθρωποι απέκτησαν αγαθά που μέχρι τότε ήταν πανάκριβα και μόνο τα σπίτια των πλουσίων διέθεταν. Ο ίδιος ο Γιόχαν έγινε εύπορος αλλά γρήγορα η εκμετάλλευση της ιδέας του μπήκε στο στόχαστρο και ο ίδιος σύρθηκε για μια ακόμη φορά ενώπιον της Θέμιδος και των σεβαστών εκπροσώπων της. Χάνοντας τη δίκη χρεωκόπησε κι έμεινε απένταρος, ωστόσο δεν το έβαλε κάτω. Άνοιξε νέα επιχείρηση στο Μάιντζ και προσπάθησε να προωθήσει την ιδέα του. Γρήγορα άρχισε να ορθοποδεί και πάλι... αλλά φευ! Το 1462, γέρος πια, παρακολούθησε ανήμπορος την πόλη του να καίγεται και την επιχείρησή του να λεηλατείται. Οδηγήθηκε ξανά ενώπιον της Θέμιδος και των σεβαστών εκπροσώπων της, οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι ο καθαρός και ζωγόνος αέρας της εξοχής θα του έκανε αρκετό καλό. 
Ο 65χρονος πια Γιόχαν ακολούθησε ελεεινός και πένης το δρόμο της εξορίας για ένα χωριουδάκι που άκουγε στο ευγενικό όνομα Φραντσισκάνερκίρχε. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και ετάφη σε ένα άσημο νεκροταφείο, το οποίο μετά από ελάχιστα χρόνια καταστράφηκε ολοσχερώς.Τα ονόματα πάνω στις ταφόπλακες σβήστηκαν και παραδόθηκαν στη λήθη -εκτός από ένα: αυτό του Γιόχαν. Το μάρμαρο ήταν ακριβό τότε και το όνομα "Ιωάννης Γκένσφλάις τσουρ Λάντεν" δεν χωρούσε. Έτσι, γράφτηκε εν συντομία με το παρατσούκλι του: "Ιωάννης Γουτεμβέργιος, γεννήθηκε: άγνωστο, πέθανε: 3 Φεβρουαρίου 1468".


Η ιδέα του καλού μας Γιόχαν δεν ήταν φυσικά άλλη από τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία. Η "Βίβλος" του, το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε μαζικά, έδωσε την ελπίδα της μόρφωσης στους φτωχούς , επειδή μέχρι τότε τα βιβλία αντιγράφονταν στο χέρι και φυσικά κόστιζαν πανάκριβα. Ωστόσο, το πρώτο έντυπο του τυπογραφείου "Γκούτενμπεργκ" ήταν μάλλον κάποιο πόνημα ένος άγνωστου ποιητή της εποχής. 
Δεν πρέπει να παραλείψουμε πάντως ότι η επιχείρηση του Γουτεμβέργιου πλούτισε χάρη στη μαζική εκτύπωση συγχωροχαρτιών, που εκείνη την εποχή διανέμονταν μαζικά σε αφελείς θρησκόληπτους. Η τυπογραφία όμως έκανε προσιτή τη γνώση ακόμη και στον πιο φτωχό χωρικό και η γνώση εκείνη την εποχή έτυχε ταχύτατης διάδοσης. Κατά δεκάδες έφταναν στα ιταλικά λιμάνια -και από εκεί στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα- τα καράβια από τη λεηλατημένη Κωνσταντινούπολη. Κουβαλούσαν μαζί τους τούς τελευταίους Βυζαντινούς άρχοντες της Ανατολής αλλά και o θησαυρός των αμπαριών τους λογιόταν παραπάνω από ανεκτίμητος: εκατοντάδες τόμων από τις βιβλιοθήκες της Βασιλεύουσας, χιλιάδες κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τα ομηρικά έπη, επιστημονικά εγχειρίδια και ιστορικές αφηγήσεις.
Η Ευρώπη άρχισε να διαβάζει και είχε πια να αντιπαραβάλει απέναντι στον παπικό σκοταδισμό την ελευθερία του αρχαίου πνεύματος, όπως οι Έλληνες τη δίδαξαν. Την ίδια ώρα που στον πνιγμένο από τα (τυπωμένα πλέον) συγχωροχάρτια καθεδρικό του Άαχεν, κάποιος Μαρτίνος Λούθηρος ανακοίνωνε τις 95 θέσεις του ξεκινώντας τη Μεταρρύθμιση, στην Ευρώπη διάβαζαν τη "Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου", την "Πολιτεία" και τον "Επιτάφιο". Και τώρα πια η Αναγέννηση λάμβανε σάρκα και οστά, γιατί όλοι μπορούσαν να έχουν στα χέρια τους ένα τυπωμένο βιβλίο. 
Σε λιγότερα από 30 χρόνια η γνώση αυτή θα έκανε ένα υπερπόντιο ταξίδι: ο Κριστομπάλ ντε Κολόν έφτανε στην Κούβα και ο Νέος Κόσμος θα γινόταν το όνειρο όλων. Θα διάβαζαν γι' αυτόν στις (τυπωμένες) εφημερίδες, θα έψαχναν να βρουν (τυπωμένα) εισιτήρια για τη Νέα Υόρκη και τα κατορθώματα των εξερευνητών θα εκθέτονταν με τις απαραίτητες υπερβολές στα (τυπωμένα πια) βιβλία. Ο Μεσαίωνας έμενε πίσω, η Γη γύριζε ξανά. Και όλα αυτά η ανθρωπότητα τα χρωστάει στον Γιοχάνες Γκένσφλάις τσουρ Λάντεν, με το παρατσούκλι "Γκούτενμπεργκ", που είχε την υπέροχη ιδέα της τυπογραφίας, που κυνηγήθηκε, χρεωκόπησε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε σαν σήμερα, 3 Φεβρουαρίου, σ' ένα άσημο γερμανικό χωριουδάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου