15 Απρ 2016

Οι απαρχές του Δημοτικού Σχολείου Αστακού και οι πρώτοι του Δάσκαλοι



(του Ιωάννη Δημητρούκα)
Ήδη από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Αγώνα είχε συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα σύστασης σχολείων βασικής εκπαίδευσης ως προϋπόθεσης για το φωτισμό του λαού και την ανοικοδόμηση της χώρας. Ο Καποδίστριας έγραφε προς το φιλέλληνα Εϋνάρδο: «Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ στηρίξω τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς Ἑλλάδος σὲ δύο μεγάλας  βάσεις, τὴν ἐργασίαν καὶ τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν»[1]. Στα τέλη του έτους 1829 οι ηγούμενοι των μονών της επαρχίας Ξηρομέρου εκδήλωσαν πρωτοβουλία ίδρυσης σχολείων και για το σκοπό αυτό συγκέντρωσαν 8.100 γρόσια. Το ποσό προοριζόταν κυρίως για την οικοδόμηση Αλληλοδιδακτικού και Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας στο Δραγαμέστο, διοικητικό κέντρο της επαρχίας με αξιόλογες οικονομικές και επικοινωνιακές δυνατότητες, αλλά και για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Το σχέδιο εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, κυρίως διότι η Ακαρνανία δυνάμει του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (22.01./03.02.1830) έμενε εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους[2]. 
Τελικά, μόλις την άνοιξη του 1842 και με καθυστέρηση αρκετών ετών σε σχέση με άλλες πόλεις της Ακαρνανίας, όπου τα πρώτα Δημοτικά Σχολεία ιδρύθηκαν κατά τα έτη 1837 (Βόνιτσα) και 1838 (Κατούνα), κατέστη δυνατή η έναρξη της λειτουργίας Δημοτικού Σχολείου όχι πλέον στο Δραγαμέστο, αλλά στην ταχύτατα αναδυόμενη κωμόπολη του Αστακού, έδρα του ομώνυμου Δήμου, ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1836 και διευρυνθεί το 1840. Στις 18.01.1842 το Δημοτικό Συμβούλιο Αστακού όρισε τη μηνιαία μισθοδοσία του δασκάλου στις 70 δραχμές, ποσό, το οποίο θα εγγραφόταν στον προϋπολογισμό του Δήμου και θα κατέβαλλε ο εισπράκτορας του Δημοτικού Ταμείου. Ο Διοικητής Ακαρνανίας, υπέβαλε ακριβές αντίγραφο της αποφάσεως στη Γραμματεία της Εκπαιδεύσεως, συνηγορώντας  για την ικανοποίηση του αιτήματος[3].
Στις 16.02.1842 το Δημοτικό Συμβούλιο απέστειλε έγγραφο προς τη Διοίκηση Ακαρνανίας σχετικά με τις προϋποθέσεις λειτουργίας του Σχολείου: Το Συμβούλιο υπολόγιζε τον αριθμό των κατοίκων του διευρυμένου Δήμου σε 2970 άτομα περίπου, ενώ έκρινε ως ανεπίληπτη τη διαγωγή των δημοτών και ως επαρκή την οικονομική τους κατάσταση. Προέβλεπε ότι στο σχολείο θα φοιτούσαν περίπου 80 μαθητές. Ενημέρωνε τη Διοίκηση ότι ο Δήμος διέθετε από το 1840 νεόδμητο διδακτήριο, το οποίο χωρούσε πλέον των 100 μαθητών, ότι θα ήταν έτοιμα σύντομα τα γραφεῑα και τα θρονία των μαθητών και ότι ο Δήμος θα προμηθευόταν με δικά του έξοδα τα βιβλία και τα πινάκιά τους (ἀββάκια) από τη Διοίκηση. Διευκρίνιζε ότι ο Δήμος είχε ετήσια φορολογικά έσοδα 7000 δραχμών και ήταν σε θέση να καταβάλλει στο δάσκαλο μηνιαίο μισθό 70 δραχμών. Τέλος πληροφορούσε τη διοίκηση ότι οι εκπαιδευτικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας καλύπτονταν μέχρι τότε πλημμελώς με την πρόσληψη «παιδαγωγών» ή «κοινοδιδασκάλων», οι οποίοι πληρώνονταν άλλοτε από τους γονείς των μαθητών και άλλοτε από το Δήμο[4].
Το σχολείο των κοινών γραμμάτων, στο οποίο δίδασκαν δάσκαλοι αυτού του είδους, είχε μακρά παράδοση, αφού οι ρίζες του ανάγονταν στο Βυζάντιο, αλλά συνέχισε να λειτουργεί ως «γραμματοδιδασκαλείον» καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το σχολείο αυτό λειτουργούσε άτυπα στο πλαίσιο της ενορίας ή της κοινότητας και επομένως δεν είχε θεσμική υπόσταση, ενώ στεγαζόταν συνήθως στο γυναικωνίτη της εκκλησίας ή στο κελί ενός μοναστηριού. Χρέη δασκάλου σ’ αυτό έκανε ο ιερέας ή ο αναγνώστης της εκκλησίας ή οποιοσδήποτε άλλος διέθετε στοιχειώδεις γνώσεις. Η διδασκαλία των κοινών γραμμάτων  (γραφή και ανάγνωση) άρχιζε με τα πινακίδια και συνεχιζόταν με την Παιδαγωγία ή «φυλλάδα», τον Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τον Απόστολο[5].   
Οι ανεπίσημοι δάσκαλοι αυτού του είδους συνέχισαν να δραστηριοποιούνται και μετά τη σύσταση του Δημοτικού Σχολείου, δημιουργώντας έτσι προσκόμματα στην ομαλή λειτουργία του. Γνωστός κοινοδιδάσκαλος ή γραμματοδιδάσκαλος στο Ξηρόμερο ήταν ο Φανουήλ Πεταλάς, ιερομόναχος και ηγούμενος της μετέπειτα διαλυθείσης μονής των Αγίων Αποστόλων Κανδήλας (1833-1834). Με διάβημα του δημάρχου Ανακτορίων Ι. Γαβριλάκη ο Πεταλάς είχε εξασφαλίσει από το 1834 ως ελληνοδιδάσκαλος άδεια διδασκαλίας από τη Διοίκηση Ακαρνανίας και είχε εργαστεί στο Ελληνοδιδασκαλείο[6] Βόνιτσας, αλλά και στο Αιτωλικό. Τώρα δίδασκε βάσει συμβολαίου στους νεαρούς βλαστούς μιας μερίδας ευϋπόληπτων Αστακιωτών, στους οποίους ανήκαν ο Γ. Χ. Πράντζος, ο Ι. Παπαθανασίου, ο Ν. Δ. Λιαμποβίτης, ο Σ. Γιομένος και ο ιερομόναχος Γρηγόριος[7]. Μετά από παρέμβαση του Ι. Π. Κοκκώνη, Διευθυντή του Διδασκαλείου και Γενικού Επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων, ο Διοικητής Ακαρνανίας Λυκούργος Κρεστενίτης προχώρησε στην παύση του Φανουήλ, ο οποίος έκτοτε διατηρούσε το δικαίωμα να διδάσκει μόνο μαθητές με απολυτήριο Δημοτικού. Όταν ο δήμαρχος Αστακού κοινοποίησε στο Φανουήλ την παύση του (03.05.1843), οι γονείς (κληρικοί, έμποροι, κτηματίες), στους οποίους εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος, διαμαρτυρήθηκαν με έγγραφο, στο οποίο εξήραν τις αρετές του (εντιμότητα, επιμονή και εύτακτη διαγωγή), επικαλούμενοι, αφενός, το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, «να έχει ο καθείς διδάσκαλον ιδιαίτερον», και, αφετέρου, την ανυπαρξία Ελληνοσχολείου στον Αστακό[8].
Το Δημοτικό Σχολείο Αστακού, του οποίου η ακριβής θέση είναι άγνωστη, επιτέλεσε σημαντικό παιδευτικό έργο από την αρχή της λειτουργίας του (άνοιξη του 1842) και σύντομα καταξιώθηκε στη συνείδηση των αρχών και των δημοτών, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Δ. Ζανάτου που υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος. Έτσι ο δήμαρχος Γ. Μαγγίνας επαινούσε στις 14.10.1843 την προσφορά του, τονίζοντας ότι, όπως διαπιστώθηκε «διὰ τῶν κατὰ τὴν 1ην Σεπτεμβρίου  ε. ε. [1843] δημοσίων καὶ ἐνώπιον τοῡ Διοικητοῡ, ἡμῶν καὶ τῆς διμελοῡς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς δοθεισῶν  ἐξετάσεων», οι μαθητές, αν και «ἀναγωγότατοι καὶ οἱονεὶ θηρία ἐξαγριωμένα», είχαν προοδεύσει σημαντικά  στη γραφή, την ανάγνωση, την αριθμητική, τη χριστιανική διδασκαλία και τη θεωρία της Γραμματικής, κυρίως χάρη στον διακαή ζήλο του δασκάλου για τη εκπαίδευσή τους[9]. Αλλά και οι πολίτες του Αστακού εξέφρασαν με έγγραφο προς τη Γραμματεία της Δημ. Εκπαιδεύσεως άκρα ευαρέσκεια για το Δ. Ζανάτο, ο οποίος «ἐξησκημένος εἰς ἄκρον τὴν ἀλληλοδιδακτικὴν μέθοδον, καὶ ἔχων γνώσεις καλὰς τῆς πατρικῆς ἡμῶν γλώσσης  ὡς ἄριστος παιδαγωγός, διὰ τῆς ἐμπειρίας καὶ ἱκανότητός του καὶ διὰ τῆς ἀόκνου καὶ συντόνου ἐπιμελείας του συνέτεινε τὰ μέγιστα πρὸς τὴν ἐπίδοσιν τῶν ὑπὸ τὴν ἐπίσκεψιν αὐτοῡ μαθητῶν» και ζήτησαν να μη μετατεθεί, «ἵνα μὴ λάβωσιν ἀπασχολίαν οἱ δυστυχεῑς παῑδες ἡμῶν, καὶ μετασταθῶσι πάλιν εἰς ἀκάνθας καὶ τριβόλους, ὅτι ἔλαβον τὴν ἀγαθὴν τύχην νὰ βαδίζωσι τὴν εὐθεῑαν  ὁδόν, γυμναζόμενοι οὐ μόνο τὴν ἐπίδοσιν  τῆς παιδείας των, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐταξίαν καὶ  κοσμιότητα τῆς διαγωγῆς των». Το έγγραφο υπογραφόταν από μισή εκατοντάδα Αστακιώτες (23.01.1844)[10].
Η Αλληλοδιδακτική Μέθοδος, η οποία βασιζόταν στη στενή συνεργασία δασκάλου και πρωτόσχολων, είχε διάφορα μειονεκτήματα (μηχανιστικός τρόπος διδασκαλίας, αποστήθιση της ύλης και άκρα πειθαρχία και αυστηρότητα των ποινών), και γι’ αυτό, όταν εισήχθη στην Ελλάδα, είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται από τους υποστηρικτές της στην Ευρώπη (1834). Παρά ταύτα, η διδακτική αυτή μέθοδος επιβλήθηκε τελικά στη  Ελλάδα κι αυτό πρέπει να αποδοθεί στο ότι ήταν ολιγοδάπανη και κατάλληλη  για τη μόρφωση των παιδιών στους (κατά κανόνα) φτωχούς δήμους της χώρας. Σοβαρό πρόβλημα αποτελούσε και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των δασκάλων[11], αν και ο Ζανάτος φαίνεται ότι ήταν καταρτισμένος και αποδοτικός δάσκαλος.    
Πέραν της ύπαρξης ιδιοσυντηρήτων κοινοδιδασκάλων, η οποία επέφερε μείωση των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου (αναφορά του δασκάλου από  09.11.1843), σοβαρό πρόβλημα δημιουργούσε η έλλειψη βιβλίων και υλικού, αλλά και η καθυστέρηση της μισθοδοσίας του δασκάλου. Το Νοέμβριο του 1843, δηλαδή μετά από 18-19 μήνες λειτουργίας του Σχολείου, ο Δήμος όφειλε στο Ζανάτο ήδη 250 δραχμές, ποσό που ισοδυναμούσε με τους μισθούς πέντε μηνών[12].
Στο μεταξύ ο Ζανάτος, δυσαρεστημένος με όλα αυτά τα προβλήματα, είχε ζητήσει από το Υπουργείο στις 25 Μαΐου 1844 μετάθεση για το Αιτωλικό. Στο έγγραφο χαρακτήριζε ως άδικη την αναφορά του Γ. Μαγγίνα εναντίον του, σημειώνοντας «ὅτι ὁ κύριος δήμαρχος ἔπραξε τοῦτο παρακινηθεὶς ἀπὸ πρᾶξιν τινὰ γενομένην μὲν ὑπ’ ἐμοῦ ἀθώως  (δηλ. χωρίς πρόθεση) ὡς ἀγνοοῦντος τὰς πολιτικὰς διενέξεις αὐτῶν, ἐκληφθεῖσαν δὲ ὑπ’ αὐτοῦ ὡς μεροληπτικήν»[13]. Η ενέργεια αυτή πρέπει να ήταν η συμμετοχή του Ζανάτου και του σχολείου στην πανηγυρική υποδοχή των εθνικών πληρεξουσίων Ν. Τσέλιου και Θ. Γρίβα, οι οποίοι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του δημάρχου Γ. Μαγγίνα και του αδελφού του Τάτση Μαγγίνα, αργότερα Υπουργού και Γερουσιαστή[14]. Η αθέτηση των υποχρεώσεων του Δήμου απέναντι στο δάσκαλο και τους μαθητές του πρέπει να αποδοθεί στην ψύχρανση των σχέσεων δημάρχου και δασκάλου.
Σε νέο έγγραφό του προς το Υπουργείο (02.12.1844) ο Ζανάτος διεκτραγωδούσε την έσχατη πενία του, καθώς το χρέος του Δήμου είχε ανέλθει ήδη σε 619 δραχμές, ποσό που υπερέβαινε τους 12 μισθούς! Συγχρόνως ανέφερε ελλείψεις σε υλικά και βιβλία: «Χαρτοπίνακες τῆς ἀναγνώσεως, χαρτοπίνακες τῆς ἀριθμητικῆς, μαυροπίνακες, εὐαγγέλια πρὸς ἀνάγνωσιν τῶν φοιτώντων, προσευχητάρια, Ἱεραὶ Ἱστορίαι, Ἑλληνικαὶ Ἱστορίαι (συνόψεις), Γεωγραφίαι Πολιτικαί». Το χειρότερο πρόβλημα ήταν η ετοιμόρροπη στέγη και η έλλειψη παραθύρων και θυρών. Έτσι μαθητές και δάσκαλος κινδύνευαν από πτώσεις αντικειμένων και υπέφεραν από το κρύο και τον αέρα, ενώ άγνωστα πρόσωπα έμπαιναν ανενόχλητα στο κτίριο και προκαλούσαν ακαθαρσίες. Χωρίς περιστροφές ο Ζανάτος απέδιδε την οικτρή κατάσταση του σχολείου και τη δική του φτώχεια στη δημοτική αρχή[15].  
Μια εβδομάδα αργότερα (09.12.1844) ο Ζανάτος επανήλθε με έγγραφό του προς το Υπουργείο στα ζητήματα της οφειλής της δημαρχίας προς αυτόν και των ελλείψεων του σχολείου, ωστόσο κοντά σ’ αυτά έθιξε και ένα νέο σοβαρό πρόβλημα, τη μακρά απουσία των μαθητών από το σχολείο, εξαιτίας της συμμετοχής τους στις εργασίες του θερισμού και της συλλογής βαλανιδοκικιδίων. Ο δάσκαλος έγραφε επί λέξει: «ἅπαντες οἱ ἐνταῡθα τῆς κωμοπόλεως κάτοικοι μηδενὸς ἐξαιρουμένου κατὰ τὰ τέλη ἑκάστου Μαΐου συμπεριλαμβάνοντες προσέτι καὶ τοὺς υἱούς των εἰς τὸ θέρος τῶν ἐσπαρμένων ἀγρῶν των, τὸ ὁποῖον ἐπικρατεῑ ἄχρι τέλους τοῡ Αὐγούστου, καθ’ ὃν καιρὸν ἄρχεται καὶ ἡ συνάθροισις τῶν βελανοκικιδίων, καὶ ἐπικρατεῑ αὕτη  ἄχρι τέλους  τοῡ Νοεμβρίου, ὥστε ἡ σχολὴ αὕτη μένει χηρεύουσα ἀπὸ Μάϊον μέχρι τέλους Νοεμβρίου μὲ μόνον μαθητὰς δέκα-δώδεκα τοὺς πλέον ἐλάσσονας. Τὸ Σ. Ὑπουργεῑον δύναται ὅμως νὰ ἐννοήσῃ ὁποίαν πρόοδον λαμβάνουσιν οἱ τοιοῦτοι μαθηταὶ ὅταν ἐλλείπωσιν ἓξ ἢ ἑπτὰ μῆνας ἐκ τοῡ σχολείου»[16].
Με νέα αναφορά του (06.01.1845) ο Ζανάτος υπογράμμιζε ότι εξαιτίας της φοβερής ανέχειας είχε έλθει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και ζητούσε από το Υπουργείο να παρέμβει, ώστε η δημαρχία να εξοφλήσει το χρέος, για να μπορέσει να συντηρήσει την 7μελή οικογένειά του και να εξοφλήσει τις οφειλές του σε «ὀψώνια», άλλως υπήρχε κίνδυνος να συρθεί στα δικαστήρια και να τρωθεί η αξιοπρέπειά του. Τέλος ζητούσε μετάθεση στο Αιτωλικό, «ὅπου καὶ τὸ σχολεῖον … εἶναι τελειότερον καὶ οἱ κάτοικοι … εὐαγωγότεροι καὶ πλέον φιλόμουσοι»[17].  
Η επόμενη από 03.02.1845 αναφορά του επανερχόταν στις ελλείψεις βιβλίων (λ. χ. Πεντατεύχων και Οκτωήχων) και υλικών και στις κατασκευαστικές αδυναμίες του κτιρίου, οι οποίες αποτελούσαν πηγή κινδύνων για την υγεία του δασκάλου και των μαθητών, σημειώνοντας επί λέξει: «…ἡ σχολὴ αὕτη δὲν ἔχει τ’ ἀνάλογα παράθυρα καὶ θύρας, δι’ ὧν εἰσερχόμενος ὁ ἀὴρ μᾱς παρεμποδίζει τὰς ἐργασίας μας. Ὡσαύτως ἡ στέγη αὐτῆς ὑπάρχει πάνυ σεσαθρωμένη, δι’ ἧς εἰσερχομένη ἅπασα ἡ βροχὴ μᾱς παρεμποδίζει ἐπίσης τῆς ὑπηρεσίας μας. Ἑπομένως ἄνω τοῡ βάθρου ὑπάρχει μία θυρὶς ἄνευ κερατίων … καὶ ἐντεῡθεν ἀποκτῶ καθ’ ἑκάστην πούντας (ἀσθενείας). […] καθ’ ἑκάστην πίπτουσιν ἐκ τῆς σεσαθρωμένης ταύτης τῆς σχολῆς σκέπης κέραμοι, καὶ κατ’ αὐτὰς μάλιστα εὑρισκόμενος εἰς τὸ μέσον τῆς σχολῆς ἐνασχολούμενος τὴν ὑπηρεσίαν μου ἔπεσαν δύο κέραμοι, ἡ μὲν μία ἐπὶ τῶν νώτων μου, δ’ ἑτέρα εἴς τινα μαθητὴν κτυπήσασα αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλήν»[18].
Τα ανωτέρω παρατιθέμενα κείμενα αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών όχι μόνο για τις απαρχές λειτουργίας της θεμελιώδους εκπαίδευσης, αλλά και για την ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας στον Αστακό.
Επί τέλους στις 02.03.1845 η Διοίκηση Ακαρνανίας αποφάσισε να κινηθεί και με έγγραφό της ενημέρωσε το Υπουργείο «ὅτι εἶναι ἀδύνατος ἡ θεραπεία τοῡ κακοῡ πρὶν τελειώσουν αἱ διαταχθεῖσαι δημαιρεσίαι, διότι ὁ Δήμαρχος τοῡ Δήμου Ἀστακοῦ ἐκκενώσας διὰ τῶν καταχρήσεών του τὸ Δημοτικὸν Ταμεῖον κατηγορεῑται καὶ δι’ αὐτὰς καὶ δι’ ἄλλας πολλάς, διὰ τὰς ὁποίας τὸ ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Ὑπουργεῖον ζητοῦν τὴν ἀπολογίαν του διέταξε διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 1534 διαταγῆς του καὶ τὴν τρίμηνον παῡσιν αὐτοῡ»[19].
Ο κίνδυνος διακοπής της λειτουργίας του Δημοτικού Σχολείου Αστακού παρακίνησε τα γειτονικά χωριά του Δήμου Δραγαμέστο και Βασιλόπουλο να συστήσουν ενιαίο σχολείο στο Δραγαμέστο. Η πρωτοβουλία αυτή κοινοποιήθηκε στο Υπουργείο από τους βουλευτές Θ. Γρίβα και Ν. Μαυρομμάτη με την ακόλουθη αιτιολογία (20. 03.1845): «Ὁ Δήμαρχος Ἀστακοῡ ἐγκαταλείψας τὴν Διεύθυνσιν τοῦ Δημοτικοῦ Ἀλληλοδιδακτικοῦ Σχολείου Ἀστακοῦ, μὴ εὐκολύνας τὸν δημοδιδάσκαλον εἰς τὰς πληρωμὰς τῶν μισθοδοσιῶν του, οἱ δὲ κάτοικοι τῶν χωρίων Δραγαμέστου καὶ Βασιλοπούλου τοῦ αὐτοῦ δήμου, μὴ ὑποφέροντες νὰ βλέπωσι τὰ τέκνα των περιφερόμενα, κινούμενοι ἀπὸ τὸ πρὸς τὴν παιδείαν αἴσθημα συνεφώνησαν νὰ συστήσωσι Σχολεῖον, εὑρόντες τὸ ἀπαιτούμενον διδάσκαλον πρὸς ἐκπαίδευσιν αὐτῶν». Τα απαραίτητα βιβλία χορηγήθηκαν δωρεάν με απόφαση του Ι. Π. Κοκκώνη[20].
Στην τελευταία του αναφορά ο δάσκαλος ζήτησε με έμφαση την μετάθεσή του, εστιάζοντας στο οικογενειακό του δράμα: «Ὁ τόπος οὗτος εἶναι ἑλώδης, καὶ καθὸ ἑλώδης ὑποφέρω συχνῶς περιοδικοὺς πυρετούς, ὅπου κατ’ αὐτοὺς ἤμεθα ἐγὼ καὶ ἡ σύζυγός μου κλινήρεις, ὑπαρχούσης ἔτι τῆς συζύγου μου εἰς τὴν κλίνην. Τὸ μέγιστον πάντων δυστύχημα, Σ. Ὑπουργεῑον, εἰς ἐμὲ εἶναι, ὅπου ὁ υἱός μου ἕνεκα τοῡ ἑλώδους τούτου τόπου ἀσθενήσας βαρέως ἐπλήρωσε κατ’ αὐτὸν τὸ χρέος του ἀποθανών· ὅπου καὶ ἡ σύζυγός μου, ἂν δὲν λάβῃ τὸ Σ. Ὑπουργεῑον ἐπιείκειαν περὶ τούτων ὅλων καὶ δὲν μὲ μεταθέσῃ, δὲν εἶναι κανὲν δύσκολον ν’ ἀπολέσω καὶ ταύτην. Ταῡτα εἰσὶ τὰ αἴτια, Σ. Ὑπουργεῑον, τὰ ὁποῑα μ’ ἀναγκάζουσι νὰ ζητῶ μετάθεσιν καὶ οὐδὲν ἄλλο, διότι τὰ χρέη μου, ὅταν τὰ ἐκτελῶ ἐπιμελῶς καὶ ἀόκνως, ἀγαπῶμαι παρ’ ὅλων τῶν κατοίκων, ὅπου καὶ ἐνταῡθα χαίρω τὴν εὔνοιάν των μηδενὸς ἐξαιρουμένου»[21].
Έτσι λοιπόν το φθινόπωρο του 1844 ένας από τους γιους του δασκάλου είχε πεθάνει από την ελονοσία, και η υγεία της συζύγου του που ασθενούσε ήδη ήταν σε κίνδυνο, αν δε γινόταν δεκτή η αίτηση του Ζανάτου για μετάθεση.  
Ο αγωνιώδης αγώνας του Ζανάτου δικαιώθηκε τρεις ημέρες αργότερα, στις 10. 09.1845, όταν με υπουργική απόφαση μετατέθηκε στο δήμο Αποδοτίων. Η θέση στον Αστακό δεν προβλεπόταν να καλυφθεί, αν προηγουμένως ο Δήμος δεν επισκεύαζε το κτίριο, δεν εξασφάλιζε την προμήθεια του απαραίτητου υλικού και δεν ενέγραφε στον προϋπολογισμό την αναγκαία δαπάνη για τη μισθοδοσία του δασκάλου[22].   
Στις αρχές του 1846 τις τύχες του Δήμου ανέλαβε ο δήμαρχος Ν. Τσέλιος. Ωστόσο τα προβλήματα του σχολείου εξακολούθησαν να υπάρχουν, ενώ η θέση του δασκάλου έμενε κενή. Στις 22.06.1846 η Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας ενημέρωσε το Υπουργείο ότι «ἡ δημοτικὴ ἀρχὴ κατέβαλε τὴν ἀναγκαίαν ἐπιμέλειαν, καὶ ὡς μᾶς βεβαιοῖ τὸ διδακτήριον ἐπεσκευάσθη, πρὸς δὲ τούτοις ὁ Δῆμος ἐπαρκεῖ εἰς τὴν πληρωμὴν ὁλοκλήρου τῆς μισθοδοσίας τοῦ δημοδιδασκάλου καὶ εἰς τὴν προμήθειαν τῶν ἀναγκαίων βιβλίων, καὶ ἐπὶ τούτῳ ἐψηφίσθη εἰς τὸν προϋπολογισμόν του ἡ ἀναγκαία δαπάνη» και παρακαλούσε το Υπουργείο «νὰ διατάξῃ τὸν διορισμὸν ἑνὸς δημοδιδασκάλου, διότι εἶναι ἄδικον νὰ μὴν ὑπάρχῃ οὔτε ἓν Δημοτικὸν Σχολεῖον εἰς Δῆμον Β΄ τάξεως, ἔχοντα πληθυσμὸν 4.200 ψυχῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἠμποροῡν νὰ γείνωσι 70 μαθηταί»[23].
Στις 29.09.1846 ο δήμαρχος Αστακού υπέβαλε προς τη Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας αίτημα να καλυφθεί η χηρεύουσα θέση του δασκάλου με το επιχείρημα ότι «ἡ μικρὰ νεολαία» είχε περιέλθει σε κατάσταση ηθικής και πνευματικής παραλυσίας, με συνέπεια να αυξάνονται με το πέρασμα του χρόνου τα παράπονα των Αστακιωτών[24]. Η Νομαρχία διαβίβασε στις 05.10.1846 το έγγραφο στο Υπουργείο, υποστηρίζοντας το σχετικό αίτημα[25].
Στις 12.03.1847 ο Έπαρχος Βονίτσης ζήτησε από το Υπουργείο να εγκρίνει τον ορισμό των Γεωργίου Δασκαλάκη, Βασιλείου Πέτα και του ιερομονάχου Γρηγορίου, θεωρούμενων ως αρκετά «φιλομούσων», δηλ. εγγραμμάτων, κατά τις διαβεβαιώσεις του δημάρχου, στην 3μελή επιτροπή, η οποία θα διενεργούσε τις χειμερινές εξετάσεις των μαθητών[26]. Στις 17.04.1847 ο Υπουργός Γ. Γλαράκης ενέκρινε το αίτημα και ζήτησε υποβληθούν έγκαιρα τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο Υπουργείο μαζί με δείγματα καλλιγραφίας των μαθητών[27].
Τελικά στη διάρκεια του σχολ. έτους 1846/1847 μετατέθηκε στο Δημοτικό Αστακού ο δάσκαλος Δενδραμής. Ο Δενδραμής είχε υπηρετήσει στο δήμο Οινιάδος (Κατοχής) από 01.01.1845 μέχρι 31.10.1846, αλλά η μισθοδοσία του υπήρξε προβληματική. Για να εξαργυρώσει δύο εντάλματα πληρωμής από το Δήμο αυτό αναγκάστηκε να δεχθεί  έκπτωση 25% και 40% αντίστοιχα από το Ταμείο Βονίτσης. Για το λόγο αυτό είχε ζητήσει μετάθεση στο δήμο Αστακού, όπου δοκίμασε χειρότερη ταλαιπωρία. Έτσι στις 18.10.1847 υπέβαλε αίτησε μετάθεσης από τον Αστακό, όπου είχε υπηρετήσει επί ένα έτος[28].
Διάδοχός του στο δήμο Αστακού υπήρξε ο δημοδιδάσκαλος γ΄ τάξεως Κων/νος Βλάχος. Διορίστηκε στις 20.01.1848 με μισθό 50 δραχμών και ετήσιες αμοιβές 720 δραχμών. Με το διοριστήριο διατασσόταν να μεταβεί στη υπηρεσιακή του θέση, αφού ορκιστεί προηγουμένως ενώπιον του Επάρχου Βονίτσης[29]. 
Αυτές λοιπόν ήταν οι περιπετειώδεις απαρχές της δημοτικής εκπαίδευσης στον Αστακό και οι πρώτοι δάσκαλοι του Δημοτικού Σχολείου. Θ’ άξιζε στο πλαίσιο αυτό να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη σταδιοδρομία του πρώτου δημοδιδάσκαλου Αστακού Δ. Ζανάτου, για τον οποίο διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΝΑΤΟΣ
Ο Δ. Ζανάτος υπηρετούσε στον Πλάτανο Ναυπακτίας (Δήμος Προσχίου), προτού μετατεθεί στον Αστακό. Μοιραία για το επαγγελματικό του μέλλον υπήρξε η μνήστευσή του με την κόρη του Θύμιου Κουκοθύμιου.  Πιθανότατα γι’ αυτό το λόγο ο δήμαρχος, που ως τότε διατηρούσε μαζί του στενή φιλία, στράφηκε εναντίον του με την κατηγορία για ακαταλληλότητα και αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η κατηγορία εξετάστηκε από τριμελή εξεταστική επιτροπή. Στην απολογία του προς στη Γραμματεία της Δημ. Εκπαιδεύσεως (15.07.1842) ο δάσκαλος εστίασε στα βαθύτερα αίτια των κατηγοριών, επικαλούμενος την έκφραση ευγνωμοσύνης των Προσχιέων προς το πρόσωπό του ως τεκμήριο αθωότητας[30].
Ο Ζανάτος ήταν ικανός εκπαιδευτικός και προσέφερε σημαντικό έργο στον Αστακό, ωστόσο δοκίμασε πολλές πίκρες, απογοητεύσεις και ταπεινώσεις, προτού μετατεθεί στο Αιτωλικό (βλ. παραπάνω).  Αργότερα απασχόλησε μερικές φορές τις στήλες του επαρχιακού και του αθηναϊκού Τύπου. Το Νοέμβριο του 1859 ο Ζανάτος μετατέθηκε από τη Ναύπακτο στο Αγρίνιο και συγχρόνως προήχθη από επαρχιακό σε νομαρχιακό δημοδιδάσκαλο[31]. Ωστόσο τρία χρόνια αργότερα (1862) μετατέθηκε δυσμενώς στο Αιτωλικό, αντικατασταθείς από τον τριτοβάθμιο Β. Ανδρεόπουλο, τον σκωπτικά επιλεγόμενο Καλταμπάνη, ο οποίος αν και είχε απολυθεί από την υπηρεσία για ανάρμοστη συμπεριφορά, αναβαθμίστηκε και ανταμείφθηκε κατά κάποιο τρόπο γι’ αυτή! Με την ευκαιρία αυτή ανταποκριτής της εφημερίδας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ έπλεξε το εγκώμιο του δημοφιλούς Δ. Ζανάτου, ο οποίος στη μακρά και δόκιμη θητεία του είχε προκαλέσει παντού, όπου είχε υπηρετήσει, ευμενέστατη εντύπωση, επειδή ενδιαφερόταν όχι μόνο για τις επιδόσεις αλλά και για την ηθική πρόοδο των μαθητών του. Ο ανταποκριτής υπογράμμιζε τη δυσαρέσκεια του κοινού για την απομάκρυνση του Ζανάτου από το Αγρίνιο και ζητούσε από τον υπουργό να επανορθώσει[32]. Στις 03.09.1862 δημοσιεύτηκε στην εφημ. ΕΘΝΟΦΥΛΑΞ επιστολή του Δ. Μ.  για τα προσόντα των δύο δασκάλων. Ο Β. Ανδρεόπουλος σύμφωνα με αυτή αποφοίτησε από το Βασιλικό Διδασκαλείο ως δευτεροβάθμιος δημοδιδάσκαλος και διορίστηκε στο ομοιόβαθμο σχολείο του δήμου Ποτιδανείας, όπου προσέφερε αξιόλογο έργο. Το 1860, μετά από επιτυχείς εξετάσεις, προήχθη σε πρωτοβάθμιο δημοδιδάσκαλο, για να διοριστεί το 1861 στο ομοιόβαθμο σχολείο της Μονεμβασίας στην επαρχία Λιμηράς Επιδαύρου και στη συνέχεια στην Τριχωνίδα. Αντίθετα, κατά τον επιστολογράφο, ο Δ. Ζανάτος αποφοίτησε ως τριτοβάθμιος από το Διδασκαλείο (1840), ενώ ακόμη «καὶ οἱ τὰ τοῦ παντοπώλου γράμματα γιγνώσκοντες» αποφοιτούσαν δευτεροβάθμιοι, και στα γηρατειά του έγινε πρωτοβάθμιος, όχι όμως με εξετάσεις[33]. Μία άλλη, εξίσου με την προηγούμενη κακεντρεχής επιστολή, χαρακτήριζε τη συνηγορία υπέρ του Ζανάτου ως εμετική, χωρίς όμως πειστικά επιχειρήματα[34]. Στις κατηγορίες ο θιγόμενος Δ. Ζανάτος απάντησε με μία δηκτική  επιστολή. Με αυτή δεν αμφισβητεί το βαθμό της αποφοίτησής του, ωστόσο θεωρεί ως τεκμήρια της αξίας του τόσο το γεγονός ότι έλαβε το δίπλωμα από τον αυστηρό και πολυόμματο διευθυντή του Β. Διδασκαλείου Κοκκίνη και από απαιτητικούς καθηγητές όπως ο Χρυσοβέργης, όσο και το ότι οι μαθητές του σημείωσαν καλές επιδόσεις στις θεσμοθετημένες ενιαύσιες εξετάσεις ενώπιον της ειδικής επιτροπής. Επικουρικά ο Ζανάτος αναφέρει ότι κατά μέσο όρο ότι οι κατ’ έτος απολυόμενοι μαθητές του ανέρχονταν σε είκοσι (20) άτομα. Αντίθετα για τον Ανδρεόπουλο επισημαίνει ότι διορίστηκε το έτος 1857 στο Παλαιοξάριον της Ποτιδανείας, απ’ όπου κυνηγήθηκε από τους κατοίκους. Στη νέα του θέση, στη Μονεμβασία, έμεινε μέχρι το μήνα Μάρτιο (του 1859), οπότε και απολύθηκε από την υπηρεσία για πράξη ασύμβατη με την ιδιότητά του. Από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του ίδιου έτους είχε τοποθετηθεί με πολιτικό μέσο στο Αγρίνιο, αλλά διέμενε στην Αθήνα, όπου και φιλοξενήθηκε από το «συνήγορό» του Δ. Μ. στο ξενοδοχείο του Βαρνάβα. Εκεί μια μέρα καταβρόχθισε, κατά το Ζανάτο, «πέντε ακεραίας μερίδας φασόλια!». Ο επιστολογράφος του καταλογίζει αμάθεια, αφού στο πρακτικό παραλαβής του υλικού του Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου έγραψε «ἐργαλεῑα ἰχνογραφίας» και «μία εἰκόνα τοῡ Σωτήρους!». Αν και ο Ανδρεόπουλος ήταν ανεψιός του Χρ. Μαυρομμάτη και του Γεροζαχαρή, δε μπόρεσε να επωφεληθεί από τις πλούσιες βιβλιοθήκες τους, για να μάθει στοιχειωδώς ορθογραφία[35]. Ο Δ. Ζανάτος παρέμεινε εν δράσει τουλάχιστον μέχρι το 1872, οπότε αναφέρεται ο τελευταίος, ίσως, διορισμός του[36]. Προφανώς είχε απολυθεί προηγουμένως από την υπηρεσία.    
Συνολικά μπορούμε ότι ο Δ. Ζανάτος ήταν συγκροτημένος και καλός δάσκαλος και ότι γι’ αυτό και ανήκε στις εξαιρέσεις,  καθώς το μορφωτικό και ηθικό επίπεδο του διδακτικού προσωπικού των Δημοτικών ήταν χαμηλό. Αυτό εναρμονιζόταν με τη γενική εικόνα της δημοτικής εκπαίδευσης την οποία ο Μ. Βρατσάνος, δύο χρόνια αργότερα (1874), παρουσίαζε ως εξής: «Τὰ σχολεῖα ἡμῶν ἐν πολλοῖς χωρίοις εἶνε οἱ ἀχυρῶνες τῶν δημάρχων, βιβλία ἀναγνωστικὰ τὸ Ψαλτήριον καὶ ὁ Ὀκτώηχος, διδάσκαλοι ἐκτὸς εὐαρίθμων ἐξαιρέσεων οἱ ὑπηρέται τῶν δημάρχων, τῶν βουλευτῶν καὶ τῶν ὑπουργῶν, οἵτινες ὑπ’ ἀφιλοτίμων καὶ ἀχρείων ἐπιτροπῶν προεχειρίσθησαν ἄνευ μαθήσεως, ἄνευ ἀγωγῆς εἰς τὸ μέγα καὶ ὑψηλὸν τῆς διδασκαλίας ἔργον»[37].

[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄ (1975), σ. 582.
[2] Τα σχετικά έγγραφα δημοσιεύτηκαν στη διεύθυνση http://www.astakos-news.gr/2015/06/1829.html από το Ν. Μήτση.
[3] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 007-008.
[4] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 009-010.
[5] Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, τ. 2, σσ. 76-79.
[6] Επρόκειτο για σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Για τις διάφορες ονομασίες των σχολείων αυτής της βαθμίδας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, …. ό. π., τ. 2, σσ. 81-83.
[7] ΓΑΚ, Αρχείον Μοναστηριακών, Φ. 172, αρ. εγγρ. 006 και διάφορα άλλα έγγραφα.
[8] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 018-024.
[9] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 031-032.
[10] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 037-039.
[11] Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 4ος τόμος (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 2004), σσ. 180-182.
[12] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 026-028.
[13] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 043-044.
[14] ΑΙΩΝ, 22 Ἀπριλίου 1844, σ. 2: «Ὁ Δημοδιδάσκαλος κ. Δ. Τζανέτος, παραλαβὼν τοὺς μαθητὰς τῆς σχολῆς, μετέβη εἰς τὴν οἰκίαν ταύτην [sc. του Ευσταθίου Μαγγίνα], ὅπου ἐφιλοξενίζοντο οἱ ἐθνικοὶ οὗτοι πληρεξούσιοι. Ταχθέντες κατὰ τάξεις εἰς δύω κλάσεις οἱ μαθηταὶ ἤρξαντο ᾄδοντες ἐπινίκιον ὕμνον καὶ εὐχαριστηρίους εὐχὰς ὑπὲρ τοῡ Συντάγματος∙ ἐπὶ τέλους χειροκροτήσαντες ἀνεβόησαν, Ζήτω ὁ Βασιλεὺς Ὄθων! Ζήτω τὸ Σύνταγμα! Ζήτωσαν οἱ ὑπέρμαχοι τοῡ Ἔθνους μας Πληρεξούσιοι! καὶ ἔχοντες ἕτοιμον στέφανον ἐκ μύρτων ἐστολισμένον μὲ διάφορα ἄνθη καὶ ρόδα, ἔθηκαν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῡ ἐνδόξου ἀνδρός, τοῡ γενναίου ὑποστρατήγου Θ. Γρίβα…». Τα γεγονότα συνέβησαν την επομένη της αφίξεως στο λιμάνι του Αστακού των εθνικών πληρεξουσίων Ν. Τσέλιου και Θ. Γρίβα με βασιλική κανονιοφόρο (11 Απριλίου 1844). 
[15] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 047-049.
[16] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 051-052.
[17] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 060-061.
[18] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 062-063.
[19] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 067-069.
[20] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 072-076.
[21] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 080-081.
[22] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 082.
[23] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 006.
[24] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 008.
[25] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 007.
[26] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 009.
[27] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 010.
[28] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 011.
[29] ΓΑΚ, Φ. 1195, αρ. εγγρ. 014-015.
[30] ΓΑΚ, Φ. 1194, αρ. εγγρ. 013-016.
[31] ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 30 Νοεμβρίου 1859, σ. 2.
[32] ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 13 Ιουλίου 1862, σ. 4.
[33] ΕΘΝΟΦΥΛΑΞ, 3 Αυγούστου 1862, σ. 4.
[34] ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 18 Αυγούστου 1862, σ. 2.
[35] ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 25 Αυγούστου 1862, σσ. 3-4.
[36] ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ, 21.08.1872, σ. 4, στήλη 2.
[37] Μ. Βρατσάνος, Τὸ δημοτικὸν σχολεῖον ἐν Ἑλλάδι καὶ ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, ἤτοι σκέψεις περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως καὶ βελτιώσεως αὐτῆς, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Α. Κτενᾶ, Ἀθήνησι 1874, σ. 12.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου