14 Νοε 2012

Η θυσία μιας πόλης

"...Με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, του Σαββάτου, 22 Ιουνίου 1913, θα μπουν στα Σέρρας οι τελευταίες διαλυμένες στρατιωτικές βουλγαρικές ομάδες και θα αρχίσουν να ενώνονται με τα υπολείμματα των ατάκτων που φτάνουν τσακισμένοι από τη φονική μάχη του Λαχανά. Όλα αυτά τα βρώμικα, τρομαγμένα, άγρια και φονικά υπολείμματα θα σκορπιστούν στη σερραϊκή αγορά, στους δρόμους και τα σοκάκια της πανέμορφης πολιτείας φωνάζοντας, βρίζοντας, απειλώντας και καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Πυροβολισμοί θα ακούγονται κάθε τόσο και αμέτρητοι ανυποψίαστοι πολίτες που θα τύχει να βρεθούν έξω εκείνες τις ώρες θα στηθούν στους τοίχους, θα προπηλακισθούν, θα βριστούν και στην καλύτερη περίπτωση θα γλιτώσουν με την προσωπική τους καταλήστευση. Ύστερα θα μπουν μπροστά οι ανεξέλεγκτες δολοφονίες αθώων πολιτών". 
"... Από όλες τις ενορίες συρρέουν άνθρωποι λογώ-λογιώ. Όλοι όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο στα χέρια τους έχουν περάσει αυτές τις μέρες κι έχουν πάρει όπλα, έχουν λάβει οδηγίες, έχουν εκλέξει έναν δικό τους για αρχηγό κι έχουν οργανωθεί. κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να οδηγήσουν όλες αυτές οι συμπλοκές που λαβαίνουν χώρα στους λόφους. Οι Βούλγαροι είναι καλά κρυμμένοι. Παρακολουθούν και περιμένουν. Έχουν στο στόχαστρό τους τη μεγάλη πολιτεία. Έτσι να κάνουν, την εξαφάνισαν από το πρόσωπο της γης. Αρκεί να μην έρθουν οι Έλληνες. Να μην προλάβει ο στρατός. Και πού ξέρεις, μπορεί ακόμη και την τελευταία στιγμή να ξαναγίνει δικιά μας, σκέφτονται. Γι' αυτό και περιμένουν. Γι' αυτό και αμύνονται με μικροεπιθέσεις στους πολιτιφύλακες. Περιμένουν και ελπίζουν. Αυτή η αναμονή δείχνει να παγώνει το χρόνο και να σταματάει τους λεπτοδείκτες στο κύλισμά τους. Οι Σερραίοι αγωνιούν. Ονόματα μισητά συνοδευμένα από αίμα και πόνο, ο Γιάγκωφ, ο Καραγκιόζωφ, ο Ορφάνιεφ, που στην αρχή πίστεψαν πως έχουν χαθεί για πάντα από τη ζωή του, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να ξαναγυρίσουν."
"...Έτσι χάθηκαν δια παντός αμύθητοι θησυαροί και τεκμήρια μιας ζωής και μιας άλλης εποχής.[...] Αρπάχτηκαν ή κάηκαν τα ρούχα των ανθρώπων, οι βαρύτιμες φορεσιές, προίκες και ρουχισμός και ασπρόρουχα ανέγγιχτα από ανθρώπου χέρι, αλλά αγορασμένα από το τελευταίο μεγάλο Κερβάνι και άλλα φερμένα από την Ευρώπη και την Κωνσταντινούπολη. [...] Καταστράφηκε έτσι ολόκληρη η ιστορική πολιτεία με τα περικαλλή της κτίρια, τα πολυάνθρωπα ξενοδοχεία της, τα πολύβουα χάνια, τα σπίτια..."

Αποσπάσματα από τη "Θυσία μιας πόλης", του Βασίλη Τζανακάρη, μια έκδοση (1998) του περιοδικού "Γιατί" σε 1.000 μόνο αντίτυπα. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει η σημερινή Δημαρχία είναι να το ξανατυπώσει με δικά της έξοδα και να το διανείμει δωρεάν σε κάθε Σερραίο και Σερραία.

Τα απομεινάρια της πόλης των Σερρών στις 28 Ιουνίου 1913. "Αριθμούσε 16.000 Έλληνες, 1.200 μουσουλμάνους, 1.300 Ισραηλίτες. Σχεδόν καθόλου Βούλγαροι. Σχεδόν καθόλου Σλάβοι."


Σχετικές αναρτήσεις στο παρόν ιστολόγιο εδώ, εδώ κι εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου