8 Οκτ 2011

Καφεδάκι

Μέχρι να φτάσουμε στην εφηβεία δεν ξέραμε τι ήταν η κατάληψη. Την πρώτη κατάληψη την κάναμε δεκεξάρηδες -κάπου το ’90 ή το ’91 πρέπει να ήταν- και παρέλυσε η χώρα. Έξαλλοι μπαμπάδες τράβαγαν τα παιδιά τους από τα σχολεία-άντρα της ακολασίας, διευθυντές ωρύονταν παρουσία αστυνομικών έξω από τα σχολικά κάγκελα και μια χώρα για δύο μήνες βολόδερνε ανάμεσα στις τηλεοπτικές εικόνες ξύλου που έριχναν τα ΜΑΤ σε συνταξιούχους και απολυμένους. Το βασικό αίτημά μας ήταν να μην ισχύσει το διάταγμα που προέβλεπε επιστροφή των εξετάσεων στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο αλλά και ποσοτική μέτρηση της διαγωγής με «μονάδες παιδαγωγικού ελέγχου». Το κύμα εκείνων των κινητοποιήσεων ήταν πρωτοφανές και ξεκίνησε από την επαρχία: πρώτα το Ηράκλειο, έπειτα η Θεσσαλονίκη, ακολούθησε η Πάτρα και έπειτα πήρε τη σκυτάλη η Αθήνα. Κάπου εκεί στα μέσα και στα έξω μάθαμε ότι δολοφόνησαν έναν καθηγητή στην Πάτρα. Τον έλεγαν Νίκο Τεμπονέρα. Τρόμος επικράτησε στα σπίτια και πολλοί γονείς φοβήθηκαν για ξεσπάσματα βίας στα σχολεία των παιδιών τους. Ο καθηγητής Τεμπονέρας έγινε σύμβολο αγώνων και η αντίσταση γενικεύτηκε. Αν θυμάμαι καλά, το σχολικό έτος πήρε παράταση και οι πανελλήνιες εξετάσεις διενεργήθηκαν ντάλα καλοκαίρι, μέσα με τέλη του Ιούλη. Τελικά, ο τότε υπουργός Παιδείας (Β. Κοντογιαννόπουλος) παραιτήθηκε και ο διάδοχός του Γ. Σουφλιάς το πάγωσε για να το φορτώσει τελικά στην επόμενη κυβέρνηση. 
Μέχρι να μπω στο πανεπιστήμιο δεν πέρασε σχολική χρονιά που να μη θυμάμαι να γίνεται κατάληψη ή απόπειρα κατάληψης στο σχολείο. Η όλη διαδικασία είχε μεγάλη δόση χαβαλέ μιας και σε πολλούς από εμάς καλάρεσε η ιδέα του κλειστού σχολείου. Αρκετοί μάλιστα της Γ΄ Λυκείου ψήφιζαν «υπέρ» και μετά κλείνονταν στα σπίτια τους για να διαβάσουν για τις πανελλαδικές. Το φίδι από την τρύπα το έβγαζαν πάντα οι ελάχιστοι ιδεολόγοι, οι πολλοί χαβαλέδες και, γενικά, όσοι δεν κινδύνευαν από απουσίες. Έπειτα κάποιοι αμπαρώνονταν στο σχολείο και οι πιο πολλοί πήγαιναν για καφεδάκι. Ένα καλό διάλειμμα από τη σχολική ρουτίνα όσο χρειαζόταν για να ξεκουραστούμε και να είμαστε φρέσκοι για το φροντιστήριο. Άλλωστε αυτό ήταν που μας απασχολούσε περισσότερο και εκεί είχαμε στρέψει την προσοχή μας για να πετύχουμε στις εξετάσεις και να σπουδάσουμε. Ψέματα, μάλλον για να φύγουμε απ’ το σπίτι. 
Στα φοιτητικά μου χρόνια προσπάθησα να είμαι παρών όποτε υπήρχε συνέλευση φοιτητών. Με λύπη μου διαπίστωσα ευθύς εξαρχής ότι το φοιτητικό κίνημα ήταν έρμαιο των παρατάξεων. Στις μεγάλες σχολές οι παρατάξεις ήταν φορείς πολιτικής, καθεμία είχε να εκτελέσει ανάλογες εντολές. Στις μικρότερες σχολές ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν για ποιο λόγο υπήρχαν οι παρατάξεις και πώς εντασσόταν κανείς μέσα σε αυτές. Αν ήσουν δεξιός και ο μπαμπάς ψήφιζε Νέα Δημοκρατία (ε, τι στο καλό!) εσύ έπρεπε να ψηφίσεις ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, αν ήσουν ΠαΣοΚ έπρεπε να πάς στην ΠΑΣΠ, κλπ. Στην ουσία οι αποφάσεις λαμβάνονταν ερήμην μας και εμείς απλά ακολουθούσαμε το ρεύμα χαμένοι μέσα στην ένταση των συνελεύσεων και την άγνοια του ανενημέρωτου ημιμαθή. Τα κονδύλια των πανεπιστημίων άλλωστε ήταν πολύ μεγάλα για να αφήσουν κάποιοι τα φοιτητάρια να αποφασίσουν για την τύχη τους. Μια άλλη διαπίστωση που έκανα ήταν ότι οι πιο πολλοί φοιτητές δεν ερχόντουσαν στις συνελεύσεις και δεν έπαιρναν μέρος στις αποφάσεις. Εύλογο ήταν άλλωστε όταν το φίδι από την τρύπα το έβγαζαν πάντα οι λίγοι, αρχής γενομένης από τις μαθητικές καταλήψεις. Και όταν οι σχολές έκλειναν επειδή τελούσαν υπό κατάληψη, τότε αγανακτισμένοι συγκεντρώνονταν δειλά-δειλά απ’ έξω για να διαμαρτυρηθούν για τη «μειοψηφία που λυμαίνεται τα δικαιώματα τους». Μόνο για λίγο όμως. Έπειτα πήγαιναν για καφεδάκι. Και όταν ερχόταν η ώρα του πτυχίου, μέσα από δακρύβρεχτες τελετές αποφοίτησης και συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, τα φοιτητικά χρόνια πέρναγαν στην ιστορία ως ασπρόμαυρες φωτογραφίες που καταχωνιάστηκαν γρήγορα-γρήγορα σε κάποιο άλμπουμ και από εκεί σε κάποιο πατάρι. 
Όταν πήρα στα χέρια μου τον πρώτο μου μισθό αγόρασα ένα δώρο στους γονείς μου. Τόσα χρόνια με στήριζαν πληρώνοντας νοίκια-λογαριασμούς και διάφορα κερατιάτικα και έπρεπε να τους δείξω την ευγνωμοσύνη μου με κάποια συμβολική κίνηση. Έσπαζα το κεφάλι μου για πολύ καιρό σχετικά με το τι θα τους πάρω και το αστείο είναι ότι πλέον δεν θυμάμαι καν τι αγόρασα. Η ουσία είναι ότι τα λεφτά μας γλύκαιναν την παλάμη και την τσέπη. Ότι ξεκινήσαμε γεμάτοι ελπίδες και όνειρα για να αλλάξουμε τον κόσμο. Ψέματα: ξεκινήσαμε γεμάτοι ελπίδες να αποκτήσουμε χρήματα, να γίνουμε ανεξάρτητοι και να αγοράζουμε ό,τι θέλουμε. Τον κόσμο θα τον αλλάζαμε μετά, αφού γεμίζαμε την τσέπη μας: αυτή, αν και σκληρή, είναι μια πέρα ως πέρα αληθής ομολογία. Κάπως έτσι στις πρώτες μεταφοιτητικές μας εκλογές πήγαμε όλοι και ψηφίσαμε γεμάτοι χαρά αυτό που ψήφιζε η οικογένεια. Όλα κι όλα, το σόι πάνω απ’ όλα. Μετά καθόμαστε μπροστά στις τηλεοράσεις μπουκωμένοι στα σουβλάκια για να δούμε τα ποσοστά των κομμάτων. Ήταν μαγευτικά: πολύχρωμες μπάρες, τρισδιάστατα σήματα και φωτογραφίες και εκείνος ο χάρτης της Ελλάδας –μια μπλε, μια πράσινος, με λίγο κόκκινο και ροζ εδώ κι εκεί. Σαν τη Γιουροβίζιον δηλαδή, που πρώτα ακούς τα τραγούδια και μετά χαζεύεις τα points των χωρών. 
Όταν η ψήφος έγινε προαιρετική δεν πήγαμε να ψηφίσουμε. Σιγά μην πηγαίναμε. Όλοι ίδιοι δεν είναι; Τι προκοπή θα βλέπαμε από δαύτους, από το «σάπιο πολιτικό σύστημα που σκοπό έχει να πάρει μόνο αντιλαϊκά μέτρα και να εξυπηρετήσει την άρχουσα τάξη»; Και καλά κάναμε. Αντί να ψηφίσουμε στο εκλογικό κέντρο 100 μέτρα πιο κάτω, πήγαμε για καφεδάκι. Όπως κάναμε τόσα χρόνια τώρα: από τις μαθητικές καταλήψεις στις φοιτητικές κινητοποιήσεις και τώρα στις εθνικές και δημοτικές εκλογές. Πηγαίναμε για καφεδάκι. Δε μας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι η απουσία μας θα ωφελούσε τα κομματόσκυλα, τα οποία έβγαλαν στην εξουσία αυτό που ήθελαν και τους εξυπηρετούσε. Ότι πολλοί θα προσπαθούσαν να καπηλευτούν τη λαϊκή αγανάκτηση και να τη μεταφράσουν σε ψήφους για το κόμμα τους έτσι ώστε αυτό να ξεκολλήσει από τα θλιβερά μονοψήφια ποσοστά του. Ότι, τέλος, θα ερχόταν η ώρα της «επίπλαστης ευημερίας» και μαζί της ο λογαριασμός. 
Το μικρό κράτος που ζούμε το φέραμε στα όριά του αβίαστα: το μεγαλώσαμε με δάφνες από το προγονικό μεγαλείο, το ποτίσαμε κρασί από τις περίλαμπρες νίκες της Ιστορίας μας αλλά το αφήσαμε απαίδευτο και ανίκανο να διαχειριστεί το μέλλον του. Υποθηκεύσαμε το ζην αδιαφορώντας για το ευ ζην. Και τώρα που το τέρας μεγάλωσε και ανδρώθηκε, στρέφεται εναντίον μας ώστε να μας καταπιεί και να μας βγάλει από τη θλιβερή και βαρετή υποχρέωση να το φέρουμε στον ίσιο δρόμο. Ακόμη και τώρα νιώθω ότι είμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε. Είναι ο ευνουχισμός μιας γενιάς, της δικής μας, της προηγούμενης και, πολύ φοβάμαι, της επόμενης και της παρεπόμενης. Αφήνω μόνο μια ελάχιστη, ανεπαίσθητη αχτίδα αισιοδοξίας για το τέλος: ίσως τα προβλήματα λυθούν και ίσως όλα να είναι ένα κακό όνειρο από το οποίο θα έχουμε ξυπνήσει. Και μετά από το ξύπνημα, τι καλύτερο από ένα καφεδάκι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου