2 Οκτ 2011

Το πρώτο αγγλικό δάνειο

Το 1823 οι Έλληνες βρίσκονταν σε μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας τους. Έχοντας πάρει τα όπλα από το 1821 για να απαλλαγούν από τον οθωμανικό ζυγό, μπορούσαν να υπερηφανεύονται για σπουδαίες στρατιωτικές επιτυχίες όπως η Άλωση της Τριπολιτσάς και η Αναχαίτιση του Δράμαλη. Ωστόσο, οι δάφνες στο πεδίο της μάχης δεν επαρκούσαν για να προκληθεί το ενεργό ενδιαφέρον και η παρέμβαση των Δυνάμεων. Χρειάστηκε να γίνουν γνωστές οι αγριότητες των οθωμανικών αντιποίνων -ιδιαίτερα αυτών της Χίου- για να συνειδητοποιήσει η Ευρώπη το δράμα των Ελλήνων, οι οποίοι, αφού έδιωξαν τους Τούρκους από το Μοριά και το μεγαλύτερο κομμάτι της Ρούμελης, επιδίδονταν πλέον στο αγαπημένο τους σπορ: τον εμφύλιο πόλεμο.
Η εκάστοτε ελληνική διοίκηση  που προέκυπτε έπειτα από ατέλειωτες εθνοσυνελεύσεις δεν είχε πάντα το έρεισμα του λαού παρά ήταν έρμαιο των συμφερόντων των παρατάξεων: πότε των νησιωτών, πότε των οπλαρχηγών, πότε των Φαναριωτών και πότε των μεταξύ τους συμμαχιών. Ακόμη κι έτσι όμως, η στοιχειώδης λογική που υπαγορεύει ότι για να συνεχιστεί ένας πόλεμος χρειάζονται χρήματα, ανάγκασε τους ιθύνοντες να τα αναζητήσουν μέσα από τη φορολογία. Εκεί βρέθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο: κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώνει φόρους. Άλλωστε αυτός ήταν ένας από τους λόγους που είχαν πάρει τα όπλα να διώξουν τους Τούρκους. Μοιραία λοιπόν τα έσοδα προήλθαν (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) από γενναίες εισφορές Ελλήνων και φιλελλήνων του εξωτερικού ενώ ένας ανεπίσημος τρόπος "ανεφοδιασμού" ήταν το πλιάτσικο των κλεφταρματολών. Αυτό όμως ηταν αποκλειστική ευθύνη των οπλαρχηγών που κράταγαν τα λάφυρα για τον εαυτό τους και τα παλικάρια τους ενώ απέδιδαν στη διοίκηση ψίχουλα. Υπό αυτές τις συνθήκες ο δανεισμός αναδεικνυόταν ως μονόδρομος.
Η ελληνική διοίκηση έστειλε στις αρχές του 1823 στην Αγγλία τον Γιαννιώτη πολιτικό Ανδρέα Λουριώτη προκειμένου να δρομολογηθούν οι εξελίξεις για τη σύναψη δανείου. Το πρόβλημα των δανειστών ήταν ότι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους οπλαρχηγούς για την επιστροφή των χρημάτων της και έπρεπε, επομένως, να πεισθούν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί -όντας ελεύθερη- να αναπτυχθεί γρήγορα και να γίνει οικονομικά εύρωστη. Τα φουσκωμένα λόγια και οι υπερβολές των ενδιαφερόμενων να προωθήσουν το δάνειο συνέτειναν επίσης στο να κινητοποιηθεί κάθε είδους απατεώνας προκειμένου να αποκομίσει κέρδος από τον δανεισμό των Ελλήνων. Άλλωστε η Βρετανία είχε ήδη δανείσει μεγάλα ποσά στις νεοσύστατες δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής προκειμένου να σταθούν στα πόδια τους. Και ενώ στη χώρα που άνθισε η βιομηχανική επανάσταση δεν είχε ακόμη εμφανιστεί ο Έγκελς, οι Άγγλοι είχαν ανάμεσά τους τον Νέιθαν Ρότσιλντ, της γνωστής οικογενείας: ο τελευταίος πέτυχε ώστε οι τόκοι του δανείου να επιστρέφονται σε στερλίνες και όχι στο τοπικό νόμισμα, κάτι που διασφάλιζε ακόμη περισσότερο τους δανειστές και έσφιγγε τη θηλειά στο λαιμό των δανειζομένων. Πρωτοστάτησε επίσης στο να δοθεί στους επαναστατημένους ποσό μικρότερο του ενός εκατομμυρίου, τη στιγμή που οι λατινοαμερικανικές χώρες είχαν λάβει ποσά άνω των τριών εκατομμυρίων.
Οι διαβουλεύσεις κράτησαν σχεδόν έναν χρόνο και στο μεταξύ στο "πάνελ" των διαπραγματευτών προστέθηκε ο Σπετσιώτης εφοπλιστής Ιωάννης Ορλάνδος, ένα πρόσωπο που, λόγω της σχέσης του με τον Κουντουριώτη, ενέπνεε κάποια σιγουριά στους δανειστές. Στις 19 Φεβρουαρίου 1824 υπογράφτηκε η συμφωνία για δάνειο 800.000 λιρών μέσω ομολόγων τα οποία όμως θα προσφέρονταν στο 59%. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι το προσφερόμενο ποσό ήταν μόνο 472.000 λίρες με επιτόκιο 5%. Ο οίκος που το εξέδωσε κράτησε 80.000 λίρες ως επιτόκιο δύο ετών και 8.000 λίρες ως συνεισφορά σε τοκοχρεωλυτικό κεφάλαιο. Άλλες κρατήσεις μείωσαν κι άλλο το συνολικό ποσό σε λιγότερο από 350.000 λίρες, ωστόσο στο πίσω μέρος του πιστοποιητικού αναγραφόταν: "Ολόκληρη η εθνική περιουσία της Ελλάδος δεσμεύεται με το παρόν στους κατόχους όλων των χρεογράφων,κλπ,κλπ". Γενόμενοι μέρος ενός θριάμβου της τοκογλυφίας δηλαδή, οι Έλληνες δεσμεύτηκαν να πάρουν 350.000 λίρες και  να επιστρέψουν 800.000!
Η αξία των ομολόγων πήρε γρήγορα την κάτω βόλτα. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο ο αποπροσανατολισμός που διεσπάρη διαμέσου των τοκογλυφικών αρπακτικών όσο και η απουσία ειδήσεων σχετικών με τις εξελίξεις στα ελληνικά μέτωπα. Τα ομόλογα κατρακύλησαν όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Μπάιρον και οι Άγγλοι άρχισαν να μιλούν για επιτροπές που θα διαχερίζονταν τα δημοσιονομικά των Ελλήνων και για διεθνή οικονομικό έλεγχο. Ο οίκος που εξέδωσε το δάνειο είχε ορίσει ότι η διανομή των χρημάτων θα γινόταν υπό το βλέμμα των Στάνχοπ και Μπάιρον, μόνο που ο μεν πρώτος ανακλήθηκε στην Αγγλία από το βρετανικό στρατό και ο δε δεύτερος ήταν νεκρός. Έτσι, όταν έφτασε η πρώτη δοση του δανείου (40.000 λίρες) στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, ο Σάμιουελ Μπαρφ, τραπεζίτης του Μπάιρον, τα δέσμευσε με τη δικαιολογία του μη ορισμού διαδόχου επιτροπής ενώ το ίδιο έκανε και με τη δεύτερη ισόποση δόση. Κάτω από ασφυκτικές πιέσεις και νομικά τερτίπια, τα χρήματα έφτασαν επιτέλους το καλοκαίρι του 1824 στο Ναύπλιο. Μέχρι τα τέλη του χρόνου, το μεγαλύτερο μέρος του δανείου είχε ξοδευτεί για τη διεξαγωγή του εμφυλίου πολέμου και την επικράτηση της παράταξης Κουντουριώτη. Την ίδια στιγμή δυνάμωναν οι ψίθυροι που έκαναν λόγο για πολυτελή διαμονή στο Λονδίνο των Λουριώτη και Ορλάνδου. Οι Έλληνες συνέχισαν να αλλησπαράζονται: ταξικοί διαχωρισμοί (κοτσαμπάσηδες και απλός λαός), τοπικισμοί (Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι) και άλλου είδους διχασμοί (οπλαρχηγοί και Φαναριώτες) οδηγούσαν τα πράγματα στο χείλος του γκρεμού: ο Ιμπραήμ μόλις είχε αποβιβαστεί στο Νεόκαστρο και ο Κολοκοτρώνης ήταν στη φυλακή. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο στόχος των δανειστών: όσο οι Έλληνες παρακαλούσαν για δάνειο προκειμένου να ναυπηγήσουν πλοία, οι δανειστές κωλυσιεργούσαν ώστε να προλάβουν να παραδώσουν πρώτα την παραγγελία σε πλοία του χεδίβη της Αιγύπτου και πατέρα του Ιμπραήμ.

Διαβάστε εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικό με το χρέος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου