25 Φεβ 2011

Η κατάρα του Σουλτάνου

Α΄
Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Δεδέ-Αγάτς παρουσίαζε τη συνηθισμένη του κίνηση: λίγοι χωρικοί, κάποιοι έμποροι και ελάχιστοι ταξιδιώτες συνέθεταν ένα καθημερινό πολύχρωμο παζλ από Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους και Εβραίους. Η μέρα ήταν ζεστή, το ημερολόγιο στον τοίχο του σταθμάρχη έδειχνε Απρίλη του 1909 και όποιος ήταν παρών εκείνη τη μέρα στο σταθμό έγινε μάρτυρας ενός θαυμαστού και συνάμα κοσμοϊστορικού γεγονότος. Και παρόλο που στον μικρό σταθμό κοντά στο λιμανάκι του Δεδέ-Αγάτς οι μάρτυρες ήταν λίγοι, στους άλλους σταθμούς που προηγούνταν της γραμμής που ένωνε την Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη ο κόσμος έμενε αποσβολωμένος: Δράμα, Μπούκια, Ισκέτσε, Γκιουμουλτζίνα…. όλοι παρακολουθούσαν τη Μεγάλη Στρατιά να περνά φορτωμένη στα τρένα και να γίνεται όλο και πιο ενθουσιώδης όσο πλησίαζε προς την πρωτεύουσα.
Η «Στρατιά των Σαλονικιών» είχε ξεκινήσει από την άλλοτε βυζαντινή συμβασιλεύουσα γεμάτη αποφασισμένους Νεότουρκους. Στην πορεία της προς τη δόξα σκόπευε να μεγαλώσει κι άλλο με εθελοντές από τις πόλεις απ’ όπου θα περνούσε το τρένο. Και πράγματι, τα πρώτα μηνύματα έδειχναν παραπάνω από ενθαρρυντικά: εκατοντάδες Σερραίοι φορτώθηκαν στα βαγόνια κάνοντας τη νίκη να μοιάζει αναπόφευκτη. Ακόμα λίγοι κι ακόμα λίγοι κι ακόμα κι άλλοι. Κι έτσι, αυτό το πρωινό στο μικρό σταθμό του Δεδέ-Αγάτς, οι μάρτυρες της διέλευσης της «Στρατιάς των Σαλονικιών» δεν είχαν ιδέα ότι αυτό που έβλεπαν ήταν η αρχή των πολλών περιπετειών που περίμεναν τον τόπο τους.
Οι πρωτευουσιάνοι πάντως δεν συμμερίζονταν την άποψη αυτή. Οι περισσότεροι έβλεπαν το εισόδημά τους να μειώνεται, τη φορολογία να αυξάνεται και τους ξένους επενδυτές να εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη ένας-ένας. Ο τόπος δεν είχε συνέλθει ακόμη από τις συμφορές του 1907 που είχαν επιφέρει τεράστια μείωση στις εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων και ακόμη και οι μισθοί των στρατιωτικών καθυστερούσαν ανησυχητικά. Η κατάσταση μύριζε μπαρούτι καθώς τα νέα από τη Μακεδονία δεν ήταν καθόλου ευχάριστα: οι κομιτατζήδες αλώνιζαν, οι Έλληνες έχτιζαν σχολεία, από κοντά και  οι Σέρβοι, ενώ μπροστά σε όλα αυτά ο στρατός έμενε άπραγος χωρίς διαταγές. Σαν να μην έφταναν τα χαμπέρια, είχε κυκλοφορήσει και μια φήμη πως ένα μεγάλο καραβάνι είχε ξεκινήσει από τη Σαλονίκη και τις Σέρρες και κατευθυνόταν προς τα εκεί. Σίγουρα θα γίνονταν ταραχές. Και για τις ταραχές αυτές, τις προηγούμενες και τις επόμενες, για όλα τα δεινά του κόσμου, έφταιγε Αυτός. Αυτός που τώρα κοιτάζει τα Βόσπορο κρυμμένος πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες του Παλατιού του.
«Αυτός» δεν ήταν άλλος από τον Αβδούλ Χαμίντ τον Β΄, τον τελευταίο σουλτάνο της «Μεγάλης Αγκινάρας», όπως αποκαλούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι φυλλάδες της Ευρώπης. Στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν το ξέρει ακόμη ότι είναι ο τελευταίος αλλά σίγουρα το υποψιάζεται: οι πληροφοριοδότες άλλωστε κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ο ίδιος δεν μπορεί να εκτιμήσει ακόμη την κατάσταση, ούτε μπορεί να καταλάβει ότι η Ιστορία γράφει πλέον γι’ αυτόν το τελευταίο κεφάλαιο. Προσπάθησε να γλυτώσει τη θέση του δίνοντας Σύνταγμα, το αθέτησε και τώρα περιμένει να καταπνίξει στο αίμα άλλη μια εξέγερση. Στο κάτω-κάτω αυτός είναι ο Κόκκινος Σουλτάνος.

Β΄
Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Δεδέ-Αγάτς παρουσίαζε αυξημένη κίνηση. Μεγάλα τρένα φορτωμένα κόσμο έρχονταν συνεχώς από την πρωτεύουσα και οι χωρικοί που δούλευαν στα χωράφια τους κοντά στις γραμμές κάθε λίγο ανασήκωναν το κεφάλι για να δουν άλλη μια σειρά βαγόνια να περνά. Εκείνο το βράδυ όμως πέρασε μια διαφορετική αμαξοστοιχία: δεν ήταν βρώμικη από την κάπνα όπως ήταν συνήθως τα τρένα αλλά καθαρή. Οι λεπτομέρειες στις άκρες των βαγονιών ήταν χρυσοβαμμένες και τα πόμολα περίτεχνα. Ο κόκκινος και πράσινος φίνος ταφτάς των κουρτινών άφηνε να φανεί λίγο φως σε ορισμένα παράθυρα από τα λιγοστά βαγόνια. Στο σύντομο πέρασμά του από τον μικρό σταθμό του Δεδέ-Αγάτς αυτό το μυστηριώδες τρένο προξένησε μεγάλη εντύπωση. Και πώς να μη προξενήσει εντύπωση, όταν διέρρευσε ότι μέσα σε ένα από τα κουπέ του κοιμόταν μακαρίως ο ίδιος ο Αβδούλ Χαμίντ ο Β΄, ο Μέγας Σουλτάνος, ο Χαλίφης, ο Αιμοσταγής. Πήγαινε στη Σαλονίκη, την πάλαι ποτέ βυζαντινή συμβασιλεύουσα, και όχι πια σαν σουλτάνος, μα σαν αιχμάλωτος, εξόριστος από την πρωτευούσα, το παλάτι και το χαρέμι.
Το τρένο συνέχισε τη νυχτερινή του πορεία και ο Αβδούλ Χαμίντ τον ύπνο του νανουρισμένος από το θόρυβο που έκαναν οι ρόδες των βαγονιών στις ράγες και τα απαλά κουνήματα που κάθε λίγο τράνταζαν ελαφρά τους επιβάτες. Είχε πολλές ώρες μπροστά του να σκεφτεί τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί και την καταραμένη Στρατιά των Σαλονικιών που είχε καταφέρει να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει.
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά όταν το τρένο ξαφνικά τραντάχτηκε απότομα και με ένα τσιριχτό ήχο σταμάτησε. Ο σουλτάνος ξύπνησε απότομα ενώ η πόρτα του κουπέ του άνοιξε και ένας σωματοφύλακας φώναξε: «Δεν είναι τίποτα, φεύγουμε αμέσως!». Ο Αβδούλ Χαμίντ παραμέρισε τις κουρτίνες για να δει καθαρά έξω. Στο βάθος φαίνονταν τα φώτα μιας πολιτείας. «Ποιό μέρος είν’ αυτό μπρε;» γρύλισε στο σωματοφύλακα. Αυτός απάντησε χωρίς δισταγμό: «Εμείς το λέμε Σιρούζ-Καλέ, πολυχρονεμένε, μα οι ντόπιοι εδώ το λένε Σέρρες. Είναι, λένε, όμορφη πολιτεία με βρύσες και τζαμιά και όμορφες γυναίκες». Ο σουλτάνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. «Πάμε να φύγουμε, άιντε, γρήγορα! Σέρρες! Στάχτη και μπούρμπερη να γίνει, κατάρα της δίνω, και σ' αυτή και στη Σαλονίκη και στην Ιστανμπούλ την ίδια, συμφορές μόνο μου προξένησαν κι οι τρεις!». Ο σωματοφύλακας δεν απάντησε. Η πόρτα έκλεισε και μετά από λίγο το τρένο ξεκίνησε αφήνοντας πίσω την πεδιάδα του Σιρούζ όπου μόλις είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.

Γ΄
Τα νέα στο μικρό σταθμό του Δεδέ-Αγάτς έφτασαν γρήγορα. Ο Αβδούλ Χαμίντ ήταν νεκρός, είχε πεθάνει μια νύχτα του Φλεβάρη στο Μπεηλέρμπεη. Όσοι τον έζησαν στο τέλος του λένε πως έφυγε για τον Κήπο του Προφήτη ανήσυχος. Γεννήθηκε για να γίνει σουλτάνος και θα πέθαινε σουλτάνος, αν δεν του τα χάλαγαν όλα εκείνοι οι  «Σαλονικιοί» εννέα χρόνια πριν. Κάποιοι –μάλλον κακεντρεχείς- ισχυρίστηκαν ότι στα τελευταία του ήταν φοβισμένος σαν παιδάκι. Άλλοι πάλι, ότι φώναζε διαρκώς τον πατέρα του, τον Μεγάλο Αβδούλ Μετζίτ. Τέλος υπήρχαν και λίγοι που είπαν ότι έφυγε ικανοποιημένος. Μουρμούριζε μάλιστα ότι «στάχτη και μπούρμπερη γίνηκαν, επιτέλους!» ή κάτι τέτοιο. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά και το γεγονός το αληθινό είναι ότι ο Αβδούλ Χαμίντ είχε περάσει και επισήμως στην Ιστορία.

Δ΄
Ο μικρός σταθμός του Δεδέ-Αγάτς τώρα πια μεγάλωνε. Το μικρό χωριουδάκι είχε αλλάξει χέρια, όπως άλλωστε διαφαινόταν καιρό, και είχε γίνει κομμάτι του Ελληνικού Βασιλείου. Άλλαξαν μάλιστα και το όνομα του μέρους, μιας και το «Δεδέ-Αγάτς» ήταν πολύ… τούρκικο! Το βάφτισαν «Αλεξανδρούπολη», προς τιμήν εκείνου του νεαρού βασιλιά που τώρα πια ήταν δυστυχώς νεκρός. Αλλά κι άλλα μέρη άλλαξαν όνομα: το Ισκέτσε έγινε «Ξάνθη», η Γκιουμουλτζίνα «Κομοτηνή» και πάει λέγοντας. Όλες οι πόλεις είχαν βρει την ηρεμία τους πια.
Εκτός από τρεις.
Η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη (της Τουρκίας πια κι όχι των Οθωμανών) είχε κατακαεί το 1912, χρονιά που ο βασιλιάς Γεώργιος μπήκε στη Σαλονίκη κι ο Αβδούλ Χαμίντ ξαναέμπαινε στο τρένο για να επιστρέψει σε νέα αιχμαλωσία, αυτή τη φορά στο Μπεηλέρμπεη, στην Ιστανμπούλ. Κάηκαν 1120 σπίτια και για μέρες μύριζε στάχτη ο αέρας. Τα οικοδομικά τετράγωνα ξαναφτιάχτηκαν και οι άστεγοι σπιτώθηκαν κακήν κακώς αλλά η πρωτεύουσα δε συνήλθε ποτέ. Σε πολύ λίγο μάλιστα έχασε και τα σκήπτρα από την Άγκυρα.
Για τη μικρή Σιρούζ φρόντισαν οι Βούλγαροι ένα χρόνο μετά. Μετά από μια σύντομη κατάληψη την άφησαν στους Έλληνες αφού πρώτα την πυρπόλησαν, αφήνοντας άστεγους 20.000 ανθρώπους. Κατόπιν έφυγαν παίρνοντας για ομήρους την αφρόκρεμα της πόλης: γιατρούς, εμπόρους, φαρμακοποιούς, δασκάλους. Και τους έσφαξαν όλους.


Για τη  Σαλονίκη είπαν πως από μια κουζίνα ξεπήδησε η φωτιά και έφτασε να κάψει τα δύο τρίτα της πόλης.  Έμειναν πάντως 75.000 άστεγοι από μια πυρκαγιά που ξεκίνησε από την Άνω Πόλη και εξαπλώθηκε γρήγορα. Πολλοί από αυτούς είχαν πάει στην πρωτεύουσα με τη «Στρατιά των Σαλονικιών».  Η φωτιά σταμάτησε μόνον όταν το θέλησε η ίδια. Στη σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης, που τότε λεγόταν… Χαμιντιέ. Προς τιμήν του Αβδούλ Χαμίντ.
Στάχτη και μπούρμπερη... και οι τρείς.


 Από την πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη το 1917, έναν χρόνο  πριν πεθάνει ο Αβδούλ Χαμίντ. Είχαν ήδη καεί η Κωνσταντινούπολη (1912, 4 Απριλίου) και οι Σέρρες (1913, 28-29 Ιουνίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου