17 Δεκ 2010

Ουλαλούμ

Στίχοι: Έντγκαρ Άλαν Πόε
Ήταν οι ουρανοί σταχτιοί και ζοφεροί
Ήταν τα φύλλα ξερaμένα και στεγνά -
Ήταν τα φύλλα μαραμένα και στεγνά
Τη νύχτα εκείνη του μοναχικού Οκτώβρη
Εκείνη την ατέλειωτη χρονιά.

Ήταν σκληρή η ζωή στη λίμνη του Ύπερ
Στις ομίχλες του διάμεσου Παράξ-
Στην υγρασία της θαμπής της λίμνης του Ύπερ
Στα στοιχειωμένα δάση του Παράξ.

Δίπλα σε μια Τιτάνια αλλέα
Κυπαρισσιών, τριγύριζα με την Ψυχή-
Κυπαρισσιών, με την ψυχή μου, την Ψυχή.
  Κι έμοιαζε με ηφαίστειο η καρδιά
Με ποταμούς τη λάβα να κυλά
Δίχως σταματημό η λάβα να κυλά
Σε δύσοσμα ποτάμια στις πλαγιές
Σε παγωμένα μέρη, πολικά-
Με στεναγμούς κυλούσε η λάβα στις πλαγιές
Στα Βορινά βασίλεια, τα πολικά.

Μιλούσαμε νηφάλια και σοβαρά
Μα η σκέψη μας παραλυμένη και στεγνή
Ήταν η μνήμη μας απατηλή, κι ήταν στεγνή

Δεν ξέραμε πως ήτανε Οκτώβρης,
Δεν νιώσαμε τη νύχτα της χρονιάς-
(Πιο νύχτα, αχ, από τις νύχτες όλες της χρονιάς!)
Ούτε αναγνωρίσαμε τη λίμνη του Ύπερ
(Αν κι εδώ κάτω κάποτε βρεθήκαμε ξανά)
Δεν τη γνωρίσαμε τη λίμνη τη μουντή του Ύπερ
Τα στοιχειωμένα δάση του Παράξ.

Κι έτσι, καθώς γερνούσε πια η νύχτα,
Και το ρολόι των αστριών έδειχνε την αυγή-
Όπως τ' αστέρια μαρτυρούσαν την αυγή
Στο τέλος του μονοπατιού μία ρευστή
Μια νεφελώδης λάμψη ξαφνικά γεννήθηκε.
Και από μέσα της μια θαυμαστή ημισέληνος
Με το διπλό της κέρατο αναδύθηκε -
Της Αστάρτης η διαμαντοστόλιστη ημισέληνος
Με το διπλό της κέρατο-  εκθαμβωτική.

Κι είπα- «από την Άρτεμη αυτή 'ναι πιό θερμή:
Ρέει σ’ έναν αιθέρα στεναγμών-
Στροβιλιζόμενη σε μία χώρα στεναγμών:
Είδε το δάκρυ που δεν έχει ξεραθεί
Στα μάγουλα που το σκουλήκι κατοικεί,
Και ήρθε, απ’ τ’ άστρα των Λεονταριών
Για να μάς δείξει την οδό των ουρανών-
Προς την Λήθη των γαλήνιων ουρανών-
Ανέτειλε, σε πείσμα των Λεονταριών,
Να μάς φωτίσει, με ματιά αστραφτερή-
Ανέτειλε απ' τη φωλιά των Λιονταριών
Με αγάπη στη ματιά της τη λαμπρή.»

Μα η Ψυχή, έδειξε με το δάχτυλο,
Κι είπε- «τούτο το άστρο το φοβάμαι-
Τη χλωμάδα της, παράξενο, φοβάμαι:
Αχ, βιάσου! Ας μη μένουμε άλλο εδώ!
Αχ, πέτα! Ας πετάξουμε!- αλλού να πάμε.»

Μιλούσε τρομαγμένη, κι άφησε να πέσουν
Τα φτερά της, ώσπου σέρνονταν στη σκόνη-
Σιγόκλαιγε με ολολυγμούς, αφήνοντας να πέσουν
Οι φτερούγες της, να σέρνονται στη σκόνη-
ώσπου σερνόταν αξιοθρήνητα στη σκόνη.

Απάντησα- «Ένα όνειρο είναι μόνο:
Ας προχωρήσουμε προς το τρεμάμενο το φως!
Ας το λουστούμε το κρυστάλλινο το φως!
Το μεγαλείο το Σιβυλλικό του λάμπει
Όλο Ελπίδα κι όλο Ομορφιά απόψε:-
Δες! Ως τα ουράνια λαμπυρίζει μές στη νύχτα!
Ω, τη λάμψη του ας εμπιστευτούμε,
Σίγουρα θα μάς οδηγήσει ορθά-
Τη λάμψη του άφοβα ας εμπιστευτούμε
Το δίχως άλλο θα μάς οδηγήσει ορθά,
Έτσι που λάμπει, ως τά Ουράνια, μές στη νύχτα.»

Γαλήνεψα έτσι την Ψυχή, τη φίλησα,
Την έβγαλα απ' τη βαθιά της λύπη-
Νίκησα τους ενδοιασμούς της και τη λύπη
Και προχωρήσαμε μαζί στο τέλος του ορίζοντα,
Μα μάς σταμάτησε η πόρτα ενός τάφου-
Η πόρτα ενός τάφου ενεπίγραφου
Κι είπα, «Τι γράφει, ω, γλυκιά μου αδερφή,
Στου τάφου τούτου την επιγραφή;»
Κι απάντησε εκείνη- «Ολολύμη- Ολολύμη-
Είναι το μνήμα της χαμένης σου Ολολύμης!»

Κι έγινε η καρδιά σταχτιά και ζοφερή
Σαν τα φύλλα τα στεγνά και τα ξερά-
Σαν φύλλα μαραμένα και ξερά-
Και φώναξα- «ήταν σίγουρα Οκτώβρης
Την ίδια τούτη νύχτα, την περσινή χρονιά
Που ταξίδεψα- ταξίδεψα κάτω εδώ
Που κουβάλησα το τρομερό φορτίο μου εδώ -
Τη νύχτα αυτή πού ναι πιο νύχτα από τις νύχτες,
Ποιος δαίμονας με τράβηξε να ξαναρθώ;
Γνώρισα τώρα τη θαμπή τη λίμνη του Ύπερ
Τη σκοτεινή διάμεση χώρα του Παράξ-:
Γνώρισα τώρα τη μουντή τη λίμνη του Ύπερ,
Τη στοιχειωμένη τούτη χώρα του Παράξ.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου